περιρραντήρια

περιρραντήρια
περιρραντήριον
utensil for besprinkling
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιρραντήριο — το / περιρραντήριον, ΝΜΑ 1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό 2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σερίφου — Η Αρχαιολογική Συλλογή Σερίφου στεγάζεται στο ισόγειο του δημαρχείου της Χώρας. Περιλαμβάνει ως επί το πλείστον ευρήματα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων: τμήματα αγαλμάτων, οξυπύθμενους αμφορείς, θραύσματα από διακοσμήσεις μαρμάρινων… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”